δυστοκία — δυστοκίᾱ , δυστοκία painful delivery fem nom/voc/acc dual δυστοκίᾱ , δυστοκία painful delivery fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυστοκία — η (AM δυστοκία) δυσκολία στον τοκετό, δύσκολη γέννα νεοελλ. δυσκολία στη λήψη μιας απόφασης, αναβλητικότητα αρχ. δυστεκνία … Dictionary of Greek
δυστοκίας — δυστοκίᾱς , δυστοκία painful delivery fem acc pl δυστοκίᾱς , δυστοκία painful delivery fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυστοκίαι — δυστοκίᾱͅ , δυστοκία painful delivery fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυστοκίαν — δυστοκίᾱν , δυστοκία painful delivery fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυστοκιῶν — δυστοκία painful delivery fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυστοκίαις — δυστοκία painful delivery fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυστοκίη — δυστοκία painful delivery fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυστοκίην — δυστοκία painful delivery fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοκετός — Εξώθηση ή εξαγωγή του εμβρύου από τον μητρικό οργανισμό· ακριβέστερα ο όρος τ. σημαίνει την εξώθηση ή την εξαγωγή του εμβρύου μόνο, ενώ η έξοδος του πλακούντα και των μεμβρανών του εμβρύου ονομάζεται υστεροτοκία. Ο τ. ονομάζεται απλός όταν… … Dictionary of Greek